λογοφίλαι — λογοφίλης fond of words masc nom/voc pl λογοφίλᾱͅ , λογοφίλης fond of words masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοφίλην — λογοφίλης fond of words masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογόφιλος — λογόφιλος, ον (Α) λογοφίλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό φιλος, χρηστό φιλος] … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 435 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. λογοφιλής, φιλιλόγος eloquentiae, vel litterarum studiosus, litteratus, doctus Սիրօղ բանից. ուսումնասէր. իմաստասէր. գրագէտ. բանակրկիտ. եւ Իմաստակ. ... *Ուսանել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)